Ακόµα και η καλύτερη πρακτική µετάγγισης δεν αποτελεί από µόνη της και την καλύτερη δυνατή
κλινική πρακτική. Η διαπίστωση ότι η εφαρµογή περιοριστικών στρατηγικών µετάγγισης δεν επαρκεί απαιτώντας παράλληλα και τη βελτίωση της καθηµερινής κλινικής πρακτικής προκύπτει από το γεγονός ότι:
α) η ύπαρξη προεγχειρητικής αναιµίας αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου πουοδηγεί αφενός µεν στη µετάγγιση αφετέρου δε ακόµη και εάν αυτή είναι µικρού βαθµού αυξάνει την περιεγχειρητική θνητότητα και νοσηρότητα τουλάχιστον κατά 30%. Ως εκ τούτου η διάγνωση και θεραπευτική αντιµετώπιση της προεγχειρητικής αναιµίας αποτελεί αναπόσπαστο µέρος της καλής κλινικής πρακτικής. Η επιτυχία αυτής της πρακτικής έχει αποδειχθεί σε σειρά τυχαιοποιηµένων ελεγχόµενων µελετών σε ορθοπαιδικούς και χειρουργικούς ασθενείς. Η προεγχειρητική θεραπεία της αναιµίας µείωσε τις ανάγκες µετάγγισης, την εµφάνιση οξείας νεφρικής ανεπάρκειας και συσχετίσθηκε µε µειωµένο χρόνο νοσηλείας.
β) η µεγάλη απώλεια αίµατος και η πρώιµη ανάγκη επανάληψης του χειρουργείου έχουν συσχετισθεί µε αυξηµένη θνησιµότητα, οξεία νεφρική βλάβη, αγγειακό εγκεφαλικό και έµφραγµα του µυοκαρδίου . Η απώλεια αίµατος µπορεί να ελεγχθεί µε τη χρήση τεχνικών αιµοδιάσωσης οι οποίες µειώνουν την περιεγχειρητική αιµορραγία ενώ βελτιστοποιούν διεγχειρητικά την καρδιακή παροχή, τον αερισµό και την οξυγόνωση.
Όλες µαζί αυτές οι στρατηγικές αντιπροσωπεύουν αυτό που σήµερα εννοούµε ως καλή κλινική πρακτική και ορίζεται ως ∆ιαχείριση Αιµοθεραπείας (patient blood management), πρακτική η οποία υιοθετήθηκε και από την Π.Ο.Υ το 2010. Η διαχείριση αιµοθεραπείας µαζί µε την εκτεταµένη εφαρµογή τεχνικών αιµαφαίρεσης αντιπροσωπεύουν το νέο παράδειγµα – το ανθρωποκεντρικό παράδειγµα- της ιατρικής των µεταγγίσεων, το οποίο προσδοκούµε ότι θα αντικαταστήσει το σύγχρονο παράδειγµα (µε επίκεντρο το προϊόν).
Κατ΄αυτό τον τρόπο εκεί που η προσοχή µας ήταν στραµµένη στην ποιότητα του προϊόντος µετάγγισης στο µέλλον θα στραφεί στην ποιότητα των παρεχόµενης ιατρικήςφροντίδας.
α) η ύπαρξη προεγχειρητικής αναιµίας αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου πουοδηγεί αφενός µεν στη µετάγγιση αφετέρου δε ακόµη και εάν αυτή είναι µικρού βαθµού αυξάνει την περιεγχειρητική θνητότητα και νοσηρότητα τουλάχιστον κατά 30%. Ως εκ τούτου η διάγνωση και θεραπευτική αντιµετώπιση της προεγχειρητικής αναιµίας αποτελεί αναπόσπαστο µέρος της καλής κλινικής πρακτικής. Η επιτυχία αυτής της πρακτικής έχει αποδειχθεί σε σειρά τυχαιοποιηµένων ελεγχόµενων µελετών σε ορθοπαιδικούς και χειρουργικούς ασθενείς. Η προεγχειρητική θεραπεία της αναιµίας µείωσε τις ανάγκες µετάγγισης, την εµφάνιση οξείας νεφρικής ανεπάρκειας και συσχετίσθηκε µε µειωµένο χρόνο νοσηλείας.
β) η µεγάλη απώλεια αίµατος και η πρώιµη ανάγκη επανάληψης του χειρουργείου έχουν συσχετισθεί µε αυξηµένη θνησιµότητα, οξεία νεφρική βλάβη, αγγειακό εγκεφαλικό και έµφραγµα του µυοκαρδίου . Η απώλεια αίµατος µπορεί να ελεγχθεί µε τη χρήση τεχνικών αιµοδιάσωσης οι οποίες µειώνουν την περιεγχειρητική αιµορραγία ενώ βελτιστοποιούν διεγχειρητικά την καρδιακή παροχή, τον αερισµό και την οξυγόνωση.
Όλες µαζί αυτές οι στρατηγικές αντιπροσωπεύουν αυτό που σήµερα εννοούµε ως καλή κλινική πρακτική και ορίζεται ως ∆ιαχείριση Αιµοθεραπείας (patient blood management), πρακτική η οποία υιοθετήθηκε και από την Π.Ο.Υ το 2010. Η διαχείριση αιµοθεραπείας µαζί µε την εκτεταµένη εφαρµογή τεχνικών αιµαφαίρεσης αντιπροσωπεύουν το νέο παράδειγµα – το ανθρωποκεντρικό παράδειγµα- της ιατρικής των µεταγγίσεων, το οποίο προσδοκούµε ότι θα αντικαταστήσει το σύγχρονο παράδειγµα (µε επίκεντρο το προϊόν).
Κατ΄αυτό τον τρόπο εκεί που η προσοχή µας ήταν στραµµένη στην ποιότητα του προϊόντος µετάγγισης στο µέλλον θα στραφεί στην ποιότητα των παρεχόµενης ιατρικήςφροντίδας.